Λέχης

Λέχης
Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Πειρήνης, κόρης του ποταμού Αχελώου, καθώς και αδελφός του Κεγχρία. Ο Λ. ήταν επώνυμος ήρωας του Λεχαίου (βλ. λ. Λέχαιο), επίνειου της Κορίνθου στον Κορινθιακό κόλπο· ο Κεγχρίας ήταν ήρωας των Κεγχρεών, επίνειου της Κορίνθου στην Ισθμία, την παραλία του Σαρωνικού κόλπου. Ο Λ. εικονίζεται σε νομίσματα της Κορίνθου να κρατά δύο κύπελλα με την επιγραφή Ισθμός, συμβολίζοντας τα δύο επίνεια της Κορίνθου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λέχης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέχαι — Λέχης masc nom/voc pl Λέχᾱͅ , Λέχης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεχέων — Λέχης masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεχῶν — Λέχης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέχεα — Λέχης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέχη — Λέχης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέχην — Λέχης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέχω — Λέχης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέχα — Λέχᾱ , Λέχης masc nom/voc/acc dual Λέχης masc voc sg Λέχᾱ , Λέχης masc gen sg (doric aeolic) Λέχης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλεχής — εὐλεχής, ές (Α) εύλεκτρος* («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο λεχής, κοινο λεχής κ.ά.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”